- ατονικός
- -ή, -ό1. αυτός που πάσχει από ατονία2. αυτός που προκαλεί ατονία ή προέρχεται από ατονία3. γραμμ. σχετικός με την έλλειψη ή την κατάργηση των τόνων («ατονικό σύστημα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ατονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.